-
1 βλέπω
Aἔβλεπον Batr.67
: [tense] fut.βλέψομαι D. 25.98
, [dialect] Dor. inf.βλεψεῖσθαι IG4.951.75
(Epid.), later , Aristid.2.46J., etc.: [tense] aor. ἔβλεψα (v. infr.): [tense] pf. βέβλεφα ([etym.] ἀπο-) Antip.Stoic.3.254 (codd. Stob.); βέβλοφα ([etym.] ἐμ-) PLond.1.42.21 (ii A. D.):—[voice] Pass., [tense] aor. ἐβλέφθην ([etym.] προς-) Plu.2.68of: [tense] pf. βέβλεμμαι to be supplied in Ath.10.409c, cf. Eust. 1401.16:—chiefly in [tense] pres. and [tense] aor. [voice] Act. in early writers: [voice] Med. (exc. [tense] fut. ) and [voice] Pass. only late:—see, have the power of sight (dist. fr. ὁρῶ perceive, be aware of, cf. Plot.6.7.37), opp. τυφλός εἰμι, S.OT 302, cf. 348, OC73, Ar. Pl.15, etc.;βλέποντες ἔβλεπον μάτην A.Pr. 447
;βλέποντας ἀθλιωτάτους Alex.234
; μὴ βλέπων ὁ μάντις ᾖ lest he see too clearly, S.OT 747; ὁ βλέπων the seer, Hebraism in LXX 1 Ki.9.9; ὀλίγον βλέπων short- sighted, POxy.39.9 (i A. D.).II look, ; (s. v.l.); ;ἐπί τι Th.7.71
;εἰς τὰ τούτων πρόσωπα D. 18.283
; πῶς βλέπων; with what face? S.Ph. 110;ὄμμασιν ποίοις β.
;Id.
OT 1371;β. ἅμα πρόσσω καὶ ὀπίσσω Pl.Cra. 428d
: with Adv., φιλοφρόνως, ἐχθρῶς β. πρός τινας, X.Mem.3.10.4, Smp.4.58: freq. folld. by noun in acc., φόβον β. look terror, i. e. to look terrible,Θυιὰς ὣς φόβον βλέπων A.Th. 498
; Com., ἔβλεψε νᾶπυ looked mustard, Ar.Eq. 631;ἀνδρεῖον.. καὶ βλέποντ' ὀρίγανον Id.Ra. 603
;βλεπόντων κάρδαμα Id.V. 455
; πυρρίχην βλέπων looking like a war-dancer, Id.Av. 1169; αἴκειαν βλέπων looking like one disgraced, ib. 1671; σκύτη β., of a slave, Eup.282, Ar.V. 643;β. ἀπιστίαν Eup.309
: also folld. by Adj., μέγα β. dub. in Semon.19;φθονερὰ β. Pi.N.4.39
;γλίσχρον β. Euphro 10.16
, cf. Men.Epit. 479, Jul.Caes. 309c: by inf.,ἁρπάζειν β. Men.Epit. 181
;ὀρχεῖσθαι μόνον β. Alex.97
: by part. neut., ;E.
Alc. 773.2 β. ἐς look to, rely on,εἰς ἔργον οὐδὲν γιγνόμενον βλέπετε Sol.11.8
; ;οὐκέτ' ἐστὶν εἰς ὅ τι βλέπω Id.Aj. 514
; ἔς σε δὴ βλέπω, ὅπως .. in the hope that.., Id.El. 954: metaph. also, have regard to,ἡ πολιτεία β. εἰς πλοῦτον Arist.Pol. 1293b14
; of aspects, οἰκίαι πρὸς μεσημβρίαν βλέπουσαι .., X.Mem.3.8.9;πέτρα βλέπουσα πρὸς νότον Str.4.1.4
;κάτω γὰρ οἱ ὀδόντες βλέπουσι Arist.HA 502a1
; ὅταν τὸ οὖθαρ βλέπῃ κάτω ib. 523a2.4 look to a thing, beware,ἀπό τινος Ev.Marc.8.15
; τι Ep.Phil.3.2: c. acc. pers.,β. ἑαυτούς Ev.Marc.13.9
; (i A. D.); β. ἵνα .. 1 Ep.Cor.16.10; β. ἑαυτοὺς ἵνα μὴ .. 2 Ep.Jo.8;βλέπετε τί ἀκούετε Ev.Marc.4.24
.III trans., see, behold, c. acc., S.Aj. 1042, etc.; ἐξ αὑτοῦ βλεπόμενον self- evident, S.E.M.1.184; τὰ βλεπόμενα the visible universe, LXX Wi.13.7.2 ζῇ τε καὶ β. φάος sees the light of day, A.Pers. 299, cf. E.Hel. 60;νόστιμον β. φάος A.Pers. 261
; βλέποντα νῦν μὲν ὄρθ' ἔπειτα δὲ σκότον (i. e. being blind) S.OT 419: hence, without φάος, to be alive,ζῶντα καὶ βλέποντα A.Ag. 677
;βλέποντα κἀμπνέοντα S.Ph. 883
, cf. 1349, Aj. 962; of things, ἀληθῆ καὶ βλέποντα actually existing, A.Ch. 844.4 Astrol. of signs equidistant from the tropical points, to be in aspect,β. ἄλληλα Ptol.Tetr.36
, Heph.Astr.1.9. ( βλέφαρα occurs in Hom., but not βλέπω exc. in Batr. l.c.)
См. также в других словарях:
τάξη — Στην κοινωνιολογία κοινωνική τ. ονομάζεται το σύνολο προσώπων, που διαδραματίζουν τον ίδιο ρόλο στην παραγωγή και τα οποία έχουν ως προοδευτική πορεία της παραγωγής τις ίδιες απέναντι άλλων προσώπων σχέσεις, που εκφράζονται και στα πράγματα, στα… … Dictionary of Greek
ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; … Православная энциклопедия
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
κύριος — α, ο, θηλ. και ία (AM κύριος, ία, ον, θηλ. και ος) 1. αυτός που έχει δύναμη, εξουσία πάνω σε κάποιον, εξουσιαστής, κυρίαρχος (α. «ο στρατός είναι κύριος τής κατάστασης» β. «θανάτου δὲ τὸν βασιλέα τῶν συγγενών μηδενὸς εἶναι κύριον», Πλάτ. γ.… … Dictionary of Greek
πολιτικός — ή, ό / πολιτικός, ή, όν, ΝΜΑ [πολίτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στον πολίτη (α. «πολιτικά δικαιώματα» τα δικαιώματα που συνίστανται στη συμμετοχή τού πολίτη στην άσκηση τής κρατικής εξουσίας και τα οποία είναι: το δικαίωμα τού… … Dictionary of Greek